- προσοφθάλμιος
- Οπτικό σύστημα, που παρέχει ένα φανταστικό είδωλο (το οποίο μπορεί να παρατηρηθεί από τον οφθαλμό) του ειδώλου που προέρχεται από έναν αντικειμενικό φακό. Αποτελεί βασικό τμήμα διαφόρων οπτικών οργάνων (διόπτρα, μικροσκόπιο). Ο π. ονομάζεται θετικός αν χρησιμοποιείται για την παρατήρηση πραγματικών αντικειμένων ή πραγματικών ειδώλων (συγκλίνον σύστημα) και αρνητικός αν συγκεντρώνει τις ακτίνες που προέρχονται από τον αντικειμενικό πριν αυτές σχηματίσουν το είδωλο (αποκλίνον σύστημα).
Οι κοινότεροι τύποι είναι: ο π. των Χόιχενς - Καμπάνι, που αποτελείται από 2 επιπεδόκυρτους φακούς του ίδιου τύπου γυαλιού. Η εστιακή απόσταση του πρώτου φακού, η μεταξύ των δύο φακών, και η εστιακή απόσταση του δεύτερου φακού, βρίσκονται σε σταθερές σχέσεις μεταξύ τους, συνήθως 3 : 2 : 1· ο π. του Ράμσντεν είναι θετικός και αποτελείται από 2 φακούς με ίσες εστιακές αποστάσεις· ο διορθωτικός π. εφαρμόζεται για την εξάλειψη της χρωματικής εκτροπής.
Οπτικά σχήματα των προσοφθάλμιων του Χόυνκενς (1) και του Ράμσντεν (2). L1, — φακός συλλέκτης· L2 = φακός ματιού· a) είδωλο σχηματισμένο από τον αντικειμενικό· b) είδωλο σχηματισμένο από το φακό συλλέκτη· c) φανταστικό είδωλο μεγεθυμένο όπως φαίνεται από το μάτι του παρατηρητή.
* * *-α, -ο, Ν1. αυτός που βρίσκεται κοντά στον οφθαλμό ή αυτός που τοποθετείται μπροστά από τον οφθαλμό2. φρ. «προσοφθάλμιος φακός» ή «προσοφθάλμιο σύστημα» ή απλώς «προσοφθάλμιος»(οπτ.) φακός ή συνθετότερο οπτικό σύστημα που αποτελείται από το πλησιέστερο προς τον οφθαλμό τού παρατηρητή σύστημα ενός οπτικού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + οφθαλμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.